θαλασσόπαις

θαλασσόπλαγκτος

θαλασσόπληκτος
θαλασσό·πλαγκτος, ος, ον [θᾰ]
1 qui erre sur mer (navire) Eschl. Pr. 467 ||
2 qui erre au sein de la mer (cadavre) Eur. Hec. 782.
Étym. θ. πλάζομαι.