θάμϐημα

θάμϐησις

θαμϐήτειρα
θάμϐησις, εως ()
1 étonnement, effroi, Man. 4, 365 ; Aqu. Ps. 30, 23 ||
2 effarement, d’où précipitation, hâte, Aqu. Deut. 16, 3.
Étym. θαμϐέω.