θαμνῖτις

θαμνοειδής

θαμνομήκης
θαμνο·ειδής, ής, ές, semblable à un arbrisseau, Th. H.P. 3, 17, 3 ; Diosc. 3, 130 ; 4, 110.
Étym. θάμνος, ἐἶδος.