θανατηφορία

θανατηφόρος

θανατιάω-ῶ
θανατη·φόρος, ος, ον [ᾰᾰ]
1 qui porte ou donne la mort, Eschl. Ch. 369 ; Soph. O.R. 181 ; Xén. Hell. 2, 3, 17, etc. ||
2 p. suite, de mort, Anth. 11, 186.
Étym. θάνατος, φέρω.