θαυμαστής

θαυμαστικός

θαυμαστικῶς
θαυμαστικός, ή, όν :
1 porté à admirer, Arstt. Nic. 4, 3, 30 ; Plut. M. 41a ||
2 qui exprime l’admiration (adverbe ou interjection) D. Thr. 642, 8.
Étym. θαυμαστός.