Θεανδρίδαι

θεανδρωπόω-ῶ

Θεαντίς
θεανδρωπόω-ῶ, rendre homme-dieu, Naz. 2, 721 Migne.
Étym. θεάνθρωπος, Eccl., de θεός, ἄνθρωπος.