θεατροκρατία

θεατρομανέω-ῶ

θεατρομανία
θεατρο·μανέω-ῶ [ᾱᾰ] être passionné pour le théâtre, Phil. 2, 167 ; Man. 4, 277.
Étym. θ. μαίνομαι.