θείω

θειώδης

θείως
θειώδης, ης, ες, sulfureux, Str. 1, 3, 18 ; 16, 2, 44 Kram. ; P. Sil. Th. Pyth. 20 ; Gal. 6, 51 ; Diosc. 5, 122 ; NT. Apoc. 9, 17 (θεῖον 2, -ωδης).
θειώδης, ης, ες, divin, Clém. 1, 1137 Migne (θεῖος 2, -ωδης).