θεμιστοπόλος

θεμιστός

θεμιστοσύνη
θεμιστός, ή, όν, c. θεμιτός, Pd. fr. 204 ; Eschl. Sept. 694 ||
E Dans les inscr. att. seul. θεμιτός (v. ce mot).
Étym. vb. de θεμίζω.