θεοϐλαϐέω-ῶ

θεοϐλαϐής

θεοϐρότιον
θεο·ϐλαϐής, ής, ές [] frappé de démence par les dieux, Hdt. 1, 127 ; 8, 137.
Étym. θ. βλάπτω.