Θεοδώρα

θεοδώρητος

Θεοδώρητος
θεο·δώρητος, ος, ον :
1 qui est un don de la divinité, Clém. 172 ||
2 subst. ἡ θ. sorte de remède, A. Tr. 8, p. 457.
Étym. θ. δωρέομαι.