θεόμιμος

θεομισής

θεομίσητος
θεο·μισής, ής, ές []
1 qui hait les dieux, Ar. Av. 1548 ||
2 haï des dieux, Plat. Euthyphr. 7a ||
Sup. -έστατος, Plat. Leg. 916e.
Étym. θ. μισέω.