θεοφιλής

θεοφίλητος

θεοφίλιον
*θεο·φίλητος, seul. dor. θεο·φίλατος, ος, ον [ῐᾱ] aimé des dieux, Phintys (Stob. Fl. 74, 61).
Étym. θ. φιλέω.