θεοπλαστέω-ῶ

θεοπλάστης

θεόπλαστος
θεο·πλάστης, ου ()
1 qui façonne des images de dieux, Man. 4, 569 ||
2 le divin créateur, Phil. 2, 490.
Étym. θ. πλάσσω.