θεοπρόπος

θεοπρόσπλοκος

θεοπρόσπολος
θεο·πρόσπλοκος, ος, ον, attaché (litt. enlacé) à Dieu, fanatique, Procl. Ptol. p. 224.
Étym. θ. προσπλέκω.