Θεράμϐως

θεράπαινα

θεραπαινίδιον
θεράπαινα, ης () [ρᾰ] servante, femme esclave, Hdt. 3, 134 ; Xén. Cyr. 6, 4, 11, etc.
Étym. fém. de θεράπων.