θεραπευτικῶς

θεραπευτός

θεραπευτρίς
θεραπευτός, ή, όν []
1 qu’on peut culiiver, Plat. Prot. 325b ||
2 guérissable, Arstt. H.A. 10, 3, 18.
Étym. vb. de θεραπεύω.