θερμαντήριος

θερμαντικός

θερμαντός
θερμαντικός, ή, όν, propre à chauffer ou à échauffer, Plat. Tim. 60a ; Arstt. Interpr. 13, 11 ; Metaph. 4, 15, 6 ||
Sup. -ώτατος, Arstt. Mund. 3, 8 ; Probl. 3, 5 ; Diosc. 1, 18.
Étym. θερμαίνω.