θερμαντός

θερμασία

θερμάσιος
θερμασία, ας () [μᾰ] chaleur, Hpc. Aph. 1255 ; Xén. An. 5, 8, 15 ; Arstt. Probl. 1, 9, 2 ||
E Les Att. emploient de préfér. θερμότης.
Étym. θερμαίνω.