Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θερμόϐλυστος
θερμόϐουλος
θερμοδοσία
θερμό·ϐουλος,
ος, ον,
aux pensées ardentes,
Eur.
fr. 852 ;
El.
N.A.
8, 17
.
Étym.
θ. βουλή
.