θερμηγορέω-ῶ

θερμημερίαι

θέρμινος
θερμ·ημερίαι, ῶν (αἱ) journées chaudes d’été, Hpc. 227, 25 ; Arstt. H.A. 5, 13, 4 ; Th. H.P. 7, 1, 7.
Étym. θ. ἡμέρα.