θεσμοφόρος

θεσμοφύλαξ

θεσμῳδέω-ῶ
θεσμο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] gardien des lois et des institutions, en Élide, Thc. 5, 47 ; DS. 5, 67.
Étym. θ. φύλαξ.