Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθέσιον
θεσμοθεσία,
ας
(
ἡ
) action de faire des lois,
Plut.
M.
573
f
.
Étym.
θεσμοθέτης
.