Θεσσαλιῶτις

θεσσαλοικέτης

Θεσσαλονίκη
*θεσσαλ·οικέτης, seul. att. θετταλ·οικέτης, ου () [] esclave thessalien, Philocr. 1 (Ath. 264a).
Étym. Θεσσαλός, οἰκέτης.