θεηκολεών

θεηκόλος

θεηλατέομαι-οῦμαι
θεη·κόλος, ου () prêtre, Paus. 5, 15, 10 ||
E Dans les inscr. att. θεηκόλος (non θεοκόλος) CIA. 3, 305 ; 487 (2e siècle après J.-C. ; v. θεηκολέω et θεοκόλος) ; v. Meisterh. p. 16, 40.
Étym. cf. θεοπόλος.