Θρασέας

θρασέως

Θρασίος
θρασέως [] adv. hardiment, en b. et en mauv. part, Ar. Vesp. 1031 ||
Cp. θρασύτερον, Thc. 3, 13 ; 8, 92 ; sup. θρασύτατα, Thc. 8, 84 ; DS. 17, 44.
Étym. θρασύς.