θρεπτικός

θρεπτός

θρέπτρα
θρεπτός, ή, όν, nourri ; subst. ὁ θρεπτός, esclave né dans la maison (lat. verna) Inscr. ; ἡ θρεπτή = lat. alumna, Lys. (Poll. 7, 17) ; Spt. Esth. 2, 7.
Étym. vb. de τρέφω.