θριδακίας

θριδακίνη

θριδακινίς
θριδακίνη, ης () [ῐᾰῑ]
1 laitue sauvage, Th. H.P. 4, 7 ; Crat. (Com. fr. 2, 178) ; Eub. 3, 210 Meineke ; Amph. (Com. fr. 3, 308) ||
2 sorte de gâteau, Ath. 114f.
Étym. fém. de θριδάκινος.