θρομϐόω-ῶ

θρομϐώδης

θρόμϐωσις
θρομϐώδης, ης, ες, rempli de grumeaux, en grumeaux, Hpc. Aph. 1252 ; Soph. Tr. 702 ; Arstt. H.A. 7, 1, 19.
Étym. θρόμϐος, -ωδης, cf. θρομϐοειδής.