θρηνητής

θρηνητικός

θρηνήτωρ
θρηνητικός, ή, όν :
1 porté à se lamenter, Arstt. Nic. 9, 11, 4 ||
2 propre aux lamentations : τὸ θρηνητικόν, Plut. M. 623a, chant plaintif.
Étym. θρηνέω.