θυγάτριον

θυγατρόγαμος

θυγατρογόνος
θυγατρό·γαμος, ου [ῠᾰμ] adj. m. marié avec sa propre fille, Nonn. D. 12, 73 ; Bas. 3, 640 Migne.
Étym. θ. γαμέω.