Θυμαιτίς

θυμαλγής

θύμαλλος
θυμ·αλγής, ής, ές [] :
1 act. douloureux, affligeant, Il. 4, 513, etc. ; Od. 8, 272, etc. ; Hdt. 1, 129 ; Anth. App. 349 ||
2 pass. affligé, Eschl. Ag. 1031.
Étym. θυμός, ἀλγέω.