Θύμϐραρα

θυμϐρεπίδειπνος

θυμϐρίη
θυμϐρ·επίδειπνος, ος, ον, qui n’a que de la sarriette pour manger, c. à d. sobre, frugal, Ar. Nub. 421.
Étym. θύμϐρα, ἐπίδειπνον.