θυμϐρώδης

θυμελαία

θυμελαΐτης οἶνος
θυμ·ελαία, ας () [] thymélée (p.-ê. Daphne cnidium L.) plante à baies laxatives, Diosc. 4, 173.
Étym. θύμος, ἐλαία.