θυμιατός

θυμιατρίς

θυμιάω-ῶ
θυμιατρίς, ίδος () []
1 c. θυμιατήριον, Damasc. (Phot. Bibl. 347, 35) ||
2 celle qui brûle des parfums, qui encense, Nyss. 2, 743.