θυμιατέον

θυμιατήριον

θυμιατίζω
θυμιατήριον, ου (τὸ) [ῡᾱ] cassolette, encensoir, Thc. 6, 46 ; And. 33, 3, etc. ||
E Ion. -ιητήριον, Hdt. 4, 162.
Étym. θυμιάω.