θυραμάχος

θυρανοίκτης

θυράς
θυρ·ανοίκτης, ου () [ῠᾰ] qui ouvre les portes, Dysc. Synt. 318, 30 ; Chrys. 6, 974.
Étym. θύρα, ἀνοίγω.