θυρεοφορέω-ῶ

θυρεοφόρος

θυρεόω-εῶ
θυρεο·φόρος, ου () [] qui porte un bouclier long, Spt. 1 Par. 12, 24 ; Pol. 10, 29, 6 ; Plut. Crass. 25.
Étym. θυρεός, φέρω ; cf. θυρεαφόρος.