θυρσοφορία

θυρσοφόρος

θυρσοχαρής
θυρσο·φόρος, ος, ον, qui porte un thyrse, Eur. Cycl. 64 ; Orph. H. 43, 3 ; Anth. 9, 524.
Étym. θ. φέρω.