θυσιουργός

θύσις

Θυσσαγέται
θύσις, εως () [] c. θυσία, Clém. 1, 1049b ; Orig. 2, 284 b, c, edd. Migne (θύω 1).
θύσις, εως () [] impétuosité, Plat. Crat. 419e (θύω 2).