θυηπολέω-ῶ

θυηπολία

θυηπολικός
θυηπολία, ας, ion. -ίη, ης ()
1 sacrifice, A. Rh. 1, 1124 ; Anth. 5, 17 ; DH. 1, 21 ||
2 rites mystiques, initiation, Orph. Arg. 472.
Étym. θυηπόλος.