θυώεις

θύωμα

Θυωναῖος
θύωμα, ατος (τὸ) parfum, aromate, Hdt. 2, 40, 86 ; Luc. Syr. 20, 46 ; au pl. épices, Sim. am. Iamb. fr. 14.
Étym. θυόω.