θηλονή

θηλυγενής

θηλύγλωσσος
θηλυ·γενής, ής, ές [] de femme, féminin, Eschl. Suppl. 29 ; Eur. Bacch. 117 ||
Cp. -έστερος, Plat. Leg. 802e.
Étym. θῆλυς, γίγνομαι.