θηριάλωσις

θηριάλωτος

θηρίδιον
θηρι·άλωτος, ος, ον [] saisi par une bête sauvage, Spt. Gen. 31, 39 ; Ex. 22, 13, 31 ; Lev. 5, 2.
Étym. θηρίον, ἁλωτός.