Θηριμένης

θηριόϐρωτος

θηριόδηγμα
θηριό·ϐρωτος, ος, ον, dévoré par des bêtes sauvages, Spt. Gen. 44, 28 ; DS. 18, 36 ; Chrys. 4, 219 ; Nyss. 2, 263.
Étym. θηρίον, βρωτός.