θωρακοπώλης

θωρακοφόρος

Θωράνιος
θωρακο·φόρος, ος, ον [] qui porte une cuirasse, Xén. Cyr. 5, 3, 36 ; DC. 47, 43 ||
E Ion. θωρηκ. Hdt. 7, 89, 92 ; 8, 113.
Étym. θ. φέρω.