τίμιος

τιμιότης

τιμιουλκέω-ῶ
τιμιότης, ητος () [τῑ] haut prix, valeur, mérite, Arstt. G.A. 2, 3, 11 ; joint à δύναμις, Arstt. Nic. 10, 7, 8.
Étym. τίμιος.