τιμωρητής

τιμωρητικός

τιμωρητικῶς
τιμωρητικός, ή, όν [τῑμ] enclin à se venger, vindicatif, Arstt. Nic. 4, 5, 4 ; τὰ τιμωρητικά, Arstt. Rhet. 1, 10, 17, actes de vengeance.
Étym. τιμωρέω.