τιθέω

τιθέω-ῶ

τιθήμεναι
τιθέω-ῶ, c. τίθημι, seul. aux formes suiv. : prés. 2 sing. τιθεῖς, Pd. P. 8, 8 ; 3 sg. τιθεῖ, Mimnerme 1, 6 ; 5, 7 ; inf. τιθεῖν, Thgn. 286 ; impf. ἐτίθουν, ἐτίθεις, ἐτίθει, Att.