τοιχωρυχέω-ῶ

τοιχωρυχία

τοιχωρυχική
τοιχωρυχία, ας () [] action de percer un mur pour voler, d’où vol par effraction, Xén. Ap. 25 ; DH. 4, 24,.
Étym. τοιχωρύχος.